σκωρίας

σκωρίας
σκωρίᾱς , σκωρία
dross of metal
fem acc pl
σκωρίᾱς , σκωρία
dross of metal
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξαγκαθιά — Φυτό με την επιστημονική ονομασία βερβερίδα η κρητική. Φυτρώνει σε όλη την ορεινή Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Κρήτη στην οποία οφείλει και την ονομασία της. Τα άνθη της ξ. έχουν στήμονες πολύ ευαίσθητους. Όταν έρθουν σε επαφή με κάποιο έντομο,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπυρίτιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και πυριτίου, που χρησιμοποιείται κατά την παραγωγή τού χάλυβα ως μέσο προσθήκης πυριτίου, ως αντιοξειδωτικό και ως αναγωγικό τής σκωρίας, καθώς και κατά την παραγωγή χυτοσιδήρου …   Dictionary of Greek

  • σκωρία — η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [σκῶρ] προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση τού υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά νεοελλ. 1. υποπροϊόν τής μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή τής διαδικασίας εξαγωγής… …   Dictionary of Greek

  • σκωριοποίηση — η, Ν δημιουργία σκωρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία + ποίηση, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκωριοποιώ] …   Dictionary of Greek

  • τσιμέντο — το, Ν 1. (τεχνολ. χημ.) λεπτόκοκκη σκόνη η οποία όταν αναμιχθεί με νερό υφίσταται στερεοποίηση και μετατροπή σε σκληρή μάζα, φαινόμενο που οφείλεται στην ενυδάτωση τών συστατικών της, η οποία δημιουργεί υπομικροσκοπικούς κρυστάλλους ή πηκτώδες… …   Dictionary of Greek

  • χαλκώνω — [χάλκωμα] Ν 1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι 2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού 3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού …   Dictionary of Greek

  • Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… …   Dictionary of Greek

  • Παρικούτιν — Ηφαίστειο του Μεξικού. Έχει ύψος 2.774 μ. ή, σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα, 3.170 μ.. Το 1943 σημειώθηκαν μεγάλες εκτινάξεις πυρακτωμένης σκωρίας εναλλασσόμενες με εκτινάξεις ατμού και τέφρας και σημαντική ροή λάβας. Οι εκρήξεις του Π.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”